
Sharing spreads the fun
Το τανγκό είναι μία θλιμμένη σκέψη που χορεύει, δήλωνε ο Enrique Santos Disepolo, συνθέτης τραγουδιών τανγκό και γιος ενός ιταλού μουσικού, διευθυντής της ορχήστρας της αστυνομίας του Μπουένος Άιρες. Το τανγκό πρωτοεμφανίστηκε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, αρχικά στους οίκους ανοχής και αργότερα στα λεγόμενα κονβεντίγιο, κοινόβια που αποτελούνταν από χαμόσπιτα μαζεμένα γύρω από μία κεντρική αυλή όπου συνωστίζονταν κυρίως μετανάστες.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ορισμένα κονβεντίγιο διοργάνωναν γιορτές όπου χόρευαν τανγκό, για τις γυναίκες ήταν δωρεάν, ενώ οι άντρες έπρεπε να πληρώσουν. Στην παραγκούπολη γεννήθηκε και η μυστική πλέον φιγούρα του αλαζόνα νταή κομπραντριτο, που συχνά ήταν μέλος του υποκόσμου. Το τανγκό δέχτηκε επίσης επιρροές από τις αγροτικές κοινωνίες, από όπου πρωταγωνιστούσε ο γκαούτσο, γελαδάρης της αργεντίνικης Πάμπας. Με την πάροδο του χρόνου το τανγκό έπαψε να είναι μόνο ένα είδος χορού και εξελίχθηκε σε μουσικό είδος, όπως συνέβη και με την τζαζ.
Στην Ευρώπη ξεφύτρωσαν εστιατόρια όπου μπορούσε κανείς να απολαύσει το φαγητό του υπό τους ήχους του νέου αυτού μουσικού είδους. Το πρώτο από αυτά ήταν το μυθικό Tabarin στο Παρίσι, πολυτελές εστιατόριο με ζωντανή μουσική και χορό τανγκό. Οι θαμώνες αυτών των καταστημάτων ήταν πλούσιοι μεγαλοαστοί που συνέρρεαν εκεί με τις συζύγους ή τις ερωμένες τους. Ουσιαστικά τότε το τανγκό είχε πια χάσει την αρχική του αίγλη και σταδιακά εξελίχθηκε στον πιστό φίλο των αργεντινών ανά τον κόσμο. Ακόμη και αν ο αργεντινός μετανάστης που αναζητά την τύχη του αλλού δεν γυρίσει ποτέ πίσω στην πατρίδα του, το τανγκό του θυμίζει πάντα την αργεντινή.